πυρολατρία

πυρολατρία
Λατρεία που απονέμεται στη φωτιά, ως υπερφυσική και θεία δύναμη. Η π. ανάγεται στους αρχαιότατους χρόνους της ανθρωπότητας και φαίνεται ότι είχε διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, αφού λείψανα αυτής παρατηρήθηκαν και στην Αμερική. Λείψανα π. παρατηρούνται ακόμα και σήμερα σε διάφορα νησιά του Ειρηνικού, στην Αυστραλία και στην Αφρική, όπου οι πρωτόγονοι λαοί οργανώνουν πυρολατρικές γιορτές και πυροβασίες. Σε πολλούς ινδοευρωπαϊκούς λαούς, η π. συνδυάστηκε με την ηλιολατρία. Καρποί του συνδυασμού αυτού ήταν ο ζωροαστρισμός και ο μιθραϊσμός. Δείγματα π. έχουμε και στους αρχαίους Έλληνες, καθώς και στους Ρωμαίους. Κατάλοιπα εξάλλου της π. θεωρούνται οι φωτιές που ανάβονται σε χώρες της Ευρώπης κατά το θερινό και το χειμερινό Ηλιοστάσιο. Ο ζωροαστρισμός παρέλαβε από την ιρανική θρησκεία τη λατρεία της φωτιάς. Εδώ, παράσταση του βωμού της φωτιάς σε ασημένιο νόμισμα του Σαπώρ A’ (3ος μ.Χ. αι.). (Μουσείο Ερμιτάζ, Πετρούπολη).
* * *
η, Ν
η λατρεία τής φωτιάς ως θεότητας, ο ζωροαστρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρολάτρης. Η λ., στον τ. πυρολατρεία, μαρτυρείται από το 1845 στον Δημ. Γαλανό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρολατρία — η λατρεία της φωτιάς, ζωροαστρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωροαστρισμός — Αρχαία περσική θρησκεία που ίδρυσε ο Ζωροάστρης (βλ. λ.). Οι διδασκαλίες του ζ. εξελίχθηκαν εντυπωσιακά με την πάροδο του χρόνου. Η αρχαιότερη φάση αντιπροσωπεύεται από τις διδασκαλίες των Γκάθα. Μετά την αρχική διαρχία, η οποία ήταν άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • πυρολατρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρολατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρολάτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Θρ. Ζουμπουλίδη] …   Dictionary of Greek

  • πυρσολατρεία — ἡ, Μ [πυρσολατρεύω] η πυρολατρία …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • πυρολατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρολατρία: Πυρολατρικές τελετές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”